Κρητικές κούκλες
Κρητικές κούκλες
Κρητικές κούκλες
Κρητικές κούκλες με ματόχαντρο μπλέ. Κουκλάκια χειροποίητα "ξεματιάστρες".Φόρα μια γαλάζια χάντρα, έχε πάνω σου ένα ματάκι για να αποφύγεις το... κακό το μάτι, λένε εδώ στην Ελλάδα. Οπως εδώ, έτσι και οι υπόλοιποι λαοί αυτού του κόσμου χρησιμοποιούν διάφορα αντικείμενα τα οποία είτε τα φοράνε, είτε τα κουβαλούν επάνω τους σαν φυλαχτά για να διώχνουν την κακή ενέργεια.
Παρέχουμε ασφαλή λειτουργία περιήγησης στο ηλεκτρονικό μας κατάστημα
Όλα τα προϊόντα αποστέλλονται με προσοχή στην συσκευασία
Παρέχουμε την δυνατότητα επιστροφής σε όλα μας τα προϊόντα.
Κρητικές κούκλες
Κρητικές κούκλες
Παραδοσιακές φορεσιές της Κρητικιάς και του Κρητικού όπως αυτές εξελίχθηκαν στους αιώνες.
Από το 1316 και μέχρι το 1525 η γυναίκα της Κρήτης, ντύνεται με το παλαιό παραδοσιακό φόρεμα του Βυζαντίου, το οποίο διατηρείται αναλλοίωτο για δυόμισυ περίπου αιώνες.
Η εύπορη γυναίκα ντυνόταν με τον χιτώνα (πουκάμισο) που φοριόταν κατάσαρκα και από πάνω το ιμάτιο, ένα μονοκόμματο ρούχο (προσερραμμένο) με ζώνη ή κορδόνι στη μέση. Άλλος τύπος ενδύματος παρουσιάζει δυο ιμάτια, το εξωτερικό τύπου μακριάς δαλματικής που ήταν κοντύτερο από το εσωτερικό και λεγόταν κόττα και το καμίσιο (πουκάμισο). Το καμίσιο καταλήγει καταλή γει στην ποδιά μια πλατιά φούστα. Πάνω από αυτά φορούσαν το μαντύ με ή χωρίς κουκούλα (μανδύας). Τα μαλλιά τα έπιαναν με ένα λεπτό δίχτυ (φιλέ) και από πάνω το βυζαντινό τυρμπάν που χρησίμευε και σαν καλύπτρα (πέπλο). Το στόλισμα της κεφαλής γινόταν με το κούτελον το βυζαντινό (κουτελίκι)που ήταν στενή λωρίδα υφάσματος γύρω από το μέτωπο με προσραμμένα χρυσά νομίσματα.
Τα παπούτσια τα έλεγαν με τον βυζαντινό όρο φελλάρια και στη συνέχεια κατά την πρώιμη Ενετοκρατία σκαφόνια λεπτά παπούτσια με τετράγωνες μύτες. Οι δόμοι ήταν το πέλμα των γυναικείων παπουτσιών κατά τα Βυζαντινά χρόνια και χρησίμευαν για τακούνια, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο ψηλότερες τις γυναίκες που τα φορούσαν. Την ενδυμασία συμπλήρωναν τα χρυσαφικά: τα κρικέλια ή βέργες (σκουλαρίκια), τα μανίνια (βραχιόλια), τα δακτυλίδια και στο λαιμό τα μανιάκια (περιλαίμια). Οι χωρικές φορούσαν τα ίδια ρούχα, αλλά κατώτερης ποιότητας και χωρίς τα ανάλογα χρυσαφικά. Οι πληροφορίες για τ ην γυναικεία ενδυμασία αυτής της περιόδου μας δίνονται από τους: G. Gerola (τοιχογραφίες), τις μελέτες του Φ. Κουλελέ, τις σμάλτινες πλάκες του στέμματος του Κων/νου του μονομάχου (1042-1050).
Από το τέλος του 15 ου αιώνα το ρεύμα σπρώχνει προς την ιταλική μόδα και η εύπορη χωρική της Κρήτης ακολουθεί τη μόδα της Κρητικής αστής που ντύνεται σύμφωνα με τη μόδα της Βενετίας. Πάνω από τη φούστα φορούσαν την καρπέτα μια φοδραρισμένη φούστα που την ανασήκωναν εμπρός, έπιαναν το γυροπόδι δεξιά και αριστερά και το στερέωναν με κόπιτσες. Αυτό το εμπνεύστηκαν από τις χωρικές της Ενετοκρατίας που για να εργαστούν στα χωράφια ανασήκωναν τη φούστα τους και την στερέωναν στη μέση τους. Στη περιοχή της Κριτσάς Μεραμπέλλου παίρνει το όνομα κούδα (από το ιτακλικό coda= ουρά). Αυτή την περίοδο εμφανίζεται και η σάρζα που τους τελευταίους αιώνες εντοπίζεται στην περιοχή των Ανωγείων. Η στολή αυτή χαρακτηρίζεται από την προσθήκη, πάνω από τη φούστα ενός υφασμάτινου εξαρτήματος, της σάρζας με αποτέλεσμα ένα τμήμα του γυναικείου εσώρουχου να γίνεται ορατό, οι μπατζάκες της βράκας.
Σύμφωνα δε με πολλές μαρτυρίες ηλικιωμένων, σε αρκετά μέρη της Κρήτης, όταν πέθαινε κάποιος, του φορούσαν την καλύτερη φορεσιά του κι έκαιγαν τα υπόλοιπα ρούχα του. Έτσι η συλλογή των στοιχείων για την παραδοσιακή φορεσιά, ήταν φοβερά δύσκολη.
Η είσοδος της ανδρικής βράκας στην Κρήτη, επηρέασε και τη γυναικεία φορεσιά. Οι νέες κοπέλες δανείστηκαν από τους άνδρες το μεϊτάνι και το ονόμασαν ζιπόνι το οποίο κέντησαν με χρυσές κλωστές και ονομάστηκε και χρ υσοζίπονο. Αξίζει εδώ να σημειωθεί η καταπληκτική ομοιότητα του ζιπονιού, που αφήνει το στήθος ανοικτό, με το περικόρμιο των γυναικών της Κνωσού. Το ζιπόνι στην αρχή ήταν κοντό και φορέθηκε πάνω από το φόρεμα. Αργότερα, το 17 ο αιώνα, το φόρεμα χωρίστηκε σε επανωκόρμι και φούστα. Το επανωκόρμι σιγά σιγά αποσύρεται και αντικαθίσταται από κεντημένο πουκάμισο. Αργότερα η φορεσιά συμπληρώνεται με τη διακοσμητική μπροσποδιά, κατάλοιπο της βυζαντινής εποχής.
Σήμερα, σώζονται τρεις χαρακτηριστικές γυναικείες κρητικές φορεσιές, που η καθεμιά πρωτοφορέθηκε σε διαφορετικό σημείο του νησιού, αλλά με την πάροδο του χρόνου εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την Κρήτη: Η σφακιανή φορεσιά, η ανωγειανή ή σάρτζα και η φορεσιά της Κριτσάς ή κούδα.
Η Σφακιανή είναι η γιορτινή ή νυφική φορεσιά της περιοχής των Σφακίων και φορέθηκε σε ολόκληρη τη δυτική Κρήτη. Είναι η φορεσιά με τα παλιότερα στοιχεία απ' όλους τους τύπους ενδυμασιών π ου παραλάβαμε στις αρχές του 20 ου αιώνα. Αποτελείται από πολύπτυχη φούστα σε χρώμα βυσινί ή καφέ συνήθως. Στο κάτω μέρος έχει φάσα από δυο φαρδιά χρυσαφένια σιρίτια. Το πουκάμισο της φορεσιάς είναι λευκό υφαντό, μεταξωτό ή βαμβακερό και στις άκρες των μανικιών μπορεί να έχει πλούσια κεντήματα ή προσραπτόμενη δαντέλα.
Πάνω απ' το πουκάμισο μπαίνει το μεσάτο ζιπόνι, του οποίου τα μανίκια μπορεί να είναι αποσπώμενα. Το ζιπόνι είναι χρώματος μαύρου, καφέ ή βυσσινί, φτιαγμένο από τσόχα ή βελούδινο ύφασμα καλής ποιότητας. Είναι χρυσοκέντητο και μπροστά έχει άνοιγμα σε σχήμα V και κλείνει στο κάτω μέρος του σε ένα σημείο. Το μαντήλι μπορεί να έχει χρώμα κόκκινο ή βυσσινί και να δένεται στο κεφάλι ή άσπρο ριχτό. Στη στολή μπορεί να προστεθεί και υφαντή λευκή ποδιά, διακοσμημένη με πλούσια κεντήματα.
Όταν παλαιότερα με τη φορεσιά αυτή φοριόταν το «χρυσόπλεκτο» κεφαλομάντηλο, τότε όλη η ενδυμασία λεγόταν Χρυσόπλεκτο.
Η Σάρτζα ή Ανωγειανή φορεσιά πήρε το όνομά της από ένα βασικό κομμάτι της στολής που έχει σχήμα ποδιάς και λέγεται σάρτζα. Φορέθηκε σε ολόκληρη την Κρήτη αλλά ιδιαίτερα στα Ανώγεια απ' όπου και πήρε το όνομά της. Η στολή αποτελείται από μια φαρδιά παντελόνα φουφουλωτή στα κάτω άκρα. Από πάνω μπαίνει μια μακριά πουκαμίσα χρώματος κρεμ, που έχει το ρόλο του φορέματος αφού είναι τόσο μακριά όσο να φαίνεται το κάτω μέρος από τις μπατζάκες του παντελονιού.
Η ποδιά της φορεσιάς είναι η κλασική κρητική ποδιά με τα πλούσια κεντήματα. Η σάρτζα, που έχει κόκκινο χρώμα, είναι μια ποδιά που δένεται πίσω και οι δυο της άκρες πιασμένες μπαίνουν στην αριστερή πλευρά της ζώνης, η οποία είναι και αυτή κόκκινη υφαντή. Το ζιπόνι φτιάχνεται από τσόχα σε διάφορα χρώματα, με επικρατέστερο το μαύρο, κι είναι πλούσια χρυσοκεντημένο. Αφήνει μπροστά ένα μεγάλο ημικυκλικό άνοιγμα με συνέπεια να μην καλύπτει το στήθος. Το κεφαλομάντηλο είναι κόκκινο ή βυσσινί με χρυσό ή κίτρινο κρόσσι.
Η Κούδα ή φορεσιά της Κριτσάς πήρε το όνομά της από ένα εξάρτημα σε σχήμα φούστας, χρώματος κόκκινου που ονομάζεται κούδα (στα ιταλικά σημαίνει ουρά). Από τον τρόπο που φοριέται και πιάνεται στο πίσω μέρος σχηματίζει μια ιδιότυπη διακόσμηση σε σχήμα ουράς. Η φορεσιά αυτή έχει πολλές ομοιότητες με τη την Ανωγειανή φορεσιά, αφού και αυτή περιλαμβάνει παντελόνα, και μακριά πουκαμίσα. Η διαφορά είναι ότι η παντελόνα έχει φαρδύ κέντημα στα μπατζάκια ίδιο με αυτό της ποδιάς Το ζιπόνι της φορεσιάς έχει ίδιο χρώμα με την κούδα, και είναι πιο μακρύ καλύπτοντας τους γοφούς. Ιδιαίτερο είναι το κεφαλομάντηλο της φορεσιάς. Είναι λευκό, πολύ μακρύ και έχει ιδιαίτερο δέσιμο.
Ξεχωριστή θέση στη γυναικεία ενδυματολογία κατέχουν τα κοσμήματα της κεφαλής, που η παρουσία τους, εκτός από διακοσμητική ήταν και φυλακτική. Τα κοσμήματα του στήθους, του λαιμού, της μέσης, μαρτυρούν την οικονομική και κοινωνική θέση της Κρητικιάς. Ξεχωριστή θέση σε αυτά καταλαμβάνει το σύμβολο-κόσμημα, ο σταυρός. Επίσης, η γυναίκα της Κρήτης φοράει βραχιόλια, δαχτυλίδια και νομίσματα, ραμμένα πάνω στο μαντήλι, στο στήθος και στη μέση. Τέλος, τη γυναικεία φορεσιά συμπληρώνει το αργυρομπουνιαλάκι, το γυναικείο μαχαίρι, που είναι ίδιο με το ανδρικό αλλά μικρότερων διαστάσεων και περνιέται στη ζώνη της Κρητικοπούλας.
Η ανδρική φορεσιά αποτελείται από διάφορα μέρη. Αυτά ράβονται από ειδικούς τεχνίτες τους επονομαζόμενους τερζήδες. Τα τμήματα αυτά είναι: βράκα, κάλτσες, γελέκι (κλειστό ή ανοιχτό ), μεϊτάνι, καπότο, πουκάμισο, ζώνη, σπαστό φεσάκι, ή σαρίκι, ασημομάχαιρο, καδένα και στιβάνια.
Η άποψη ότι η βράκα ήταν άγνωστη στην Κρήτη πριν από την τουρκική κατάκτησή της δεν είναι εξακριβωμένη. Το πιο πιθανό είναι να παρέλαβαν οι Κρητικοί μια μορφή βράκας από τους πειρατές της Αλγερίας ή της Τύνιδας, καθώς είχαν έλθει σε κάποια σχέση. Και αυτοί όμως την είχαν πάρει από τους Καβίλους της ορεινής περιοχής Τζουρτζούρα της Αλγερίας, και συγκεκριμένα από την φυλή των Ζουάβα, η οποία αποτελεί κλάδο της μεγάλης Βερβερικής φυλής, η οποία παραδοσιακά προμήθευε πολεμιστές στο Αλγέρι και στην Τύνιδα.
Αξιοπρόσεκτη είναι η καταπληκτική ομοιότητα της παραδοσιακής ανδρικής κρητικής φορεσιάς με την παραδοσιακή φορεσιά των ανδρών της φυλής των Ζουάβα. Το 16 ο αιώνα, πειρατές που λυμαίνονταν τη Μεσόγειο φορούσαν ένα είδος βράκας που συνοδευόταν από γιλέκο, φέσι με ή χωρίς σαρίκι, φαρδιά ζώνη και χαμηλές μπότες.
Οι Κρήτες ναυτικοί, σαν ιδιώτες ή σαν εργάτες στα βενετσιάνικα πλοία αναγκάζονταν πολλές φορές να φορούν ρούχα όμοια με των πειρατών ώστε αυτοί να τους μπερδεύουν και ωσότου να γίνει αντιληπτό το τέχνασμα οι ναυτικοί να έχουν απομακρυνθεί από τους πειρατές. Είναι λογικό σε εποχές μεγάλης οικονομικής δυστυχίας για τους φτωχούς χωρικούς της Κρήτης, αυτοί να συνεχίζουν να φοράνε το ναυτικό αυτό ένδυμα και μετά την αποστράτευσή τους από τα καράβια, μην έχοντας άλλα ρούχα και με τη σιωπηρή ανοχή των Βενετών. Έτσι καθιερώθηκε η βράκα σαν επίσημο ένδυμα των Κρητικών.
Στη δυτική Κρήτη την ονομάζουν κάρτσα, ενώ στην ανατολική σ(χ)ιαλβάρι. Επικράτησε, όμως, σε ολόκληρη την Κρήτη να λέγεται, χρησιμοποιώντας τον πληθυντικό των όρων, βράκες ή «σαλβάρια» και να εννοείται με αυτό, το σύνολο της φορεσιάς. Το ένδυμα αυτό συνεχίστηκε να φοριέται από όλους τους Κρήτες μέχρι τις αρχές του 20 ου αιώνα.
Η βράκα φτιάχνεται κι αυτή από τσόχινο ύφασμα χρώματος βαθύ κυανού και κεντιέται με μαύρο γαϊτάνι στις ραφές και στις ποδαρές. Τη βράκα συμπληρώνουν οι κάλτσες, που παλιότερα αποτελούσαν ξεχωριστό τμήμα της φορεσιάς, ενώ αργότερα άρχισαν να ράβονται πάνω στη βράκα, στα δύο μπατζάκια της.
Με το μεταναστευτικό ρεύμα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες (για να πάει κανείς εκεί έπρεπε να αποβάλλει τη βράκα) και τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, οι Κρητικοί άρχισαν σιγά σιγά να αντικαθιστούν τη βράκα με την γκιλόττα, της οποίας η επίδραση προέρχεται από τους ιππείς των ευρωπαϊκών στρατευμάτων. Μπαίνει μέσα στα στιβάνια και συνδυάζεται με πουκάμισο, γελέκο και μεϊτάνι, πλατιά υφαντή ζώνη και μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. Αυτόν τον τύπο φορεσιάς έβαλε και ο Ελ. Βενιζέλος κατά το κίνημα του Θερίσου το 1905.
Απλοποίηση του τύπου αυτού αποτελεί ο συνδυασμός γκιλόττα, πουκάμισο, μαύρο μαντήλι και στιβάνια, ενδυμασία που φορέθηκε πολύ την περίοδο της εθνικής αντίστασης και που σώζεται ακόμα σε μερικά, ορεινά κυρίως, χωριά της Κρήτης .
Πρώτα ο Κρητικός φοράει το πουκάμισο. Το λευκό φοριόταν στους γάμους στις χαρές και στα πανηγύρια, ενώ το μαύρο ήταν δείγμα πένθους. Οι Κρήτες, μετά το θάνατο του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1936 φόρεσαν μόν ιμα μαύρο πουκάμισο σε ένδειξη διαχρονικού πένθους και το βγάζουν μόνο στις χαρές.
Στη συνέχεια, πάνω από το πουκάμισο φοριέται το γελέκι. Είναι αχειρίδωτο (χωρίς μανίκια) και φτιάχνεται από τσόχα καλής ποιότητας χρώματος βαθύ μπλε. Διακρίνεται σε ίσιο ή ανοιχτό που αφήνει να φαίνεται το πουκάμισο και σε σταυρωτό που σταυρώνει με τα δυο πέτα του στο στήθος και κλείνει τελείως εμπρός και κουμπώνει στα πλάγια, με θελιές και κουμπάκια. Στα πέτα του γίνεται διακόσμηση με πολλαπλές σειρές από μεταξωτά σιρίτια χρώματος μαύρου ή βαθύ μπλε που ονομάζονται χάρτζα.
Τα υποδήματα ή στιβάνια χρώματος άσπρου ή μαύρου ανάλογα με την περίσταση είναι ένα είδος μπότας που πρωτοφορέθηκε στις αρχές του 19 αιώνα από χωρικούς για την κάλυψη των ποδιών τους από τα αγκάθια και τα χαράκια που ήταν αναγκασμένοι συχνά να διαβούν, προκειμένου να ταΐσουν τα ζώα τους σε βουνά και άλλα δυσβάσταχτα μέρη. Φτιαγμένα α πό ανθρώπινα υλικά, 100% χειροποίητα, κατασκευάζονταν σύμφωνα με τις δικές τους ανάγκες. Τα πρώτα στιβάνια ήταν φτιαγμένα από: α) δέρμα ζώου το πάνω μέρος που καλύπτει το πόδι και β) από λάστιχο η σόλα που έβρισκαν από παραιτημένα λάστιχα αυτοκινήτων σε χωράφια και δρόμους.
Πλέον μπορούμε να δούμε αρκετές παραλλαγές στα στιβάνια σε σχέση με το κλασσικό. Τα στιβάνια με ζάρες, το ζάρωμα δηλαδή στο καλούπι του στιβανιού για ένα διαφορετικό στυλ, τα τριζάτα στιβάνια, που τοποθετούνται μικρά ξυλάκια μέσα στη σόλα για να «τρίζουν», εξού και η ονομασία τους. Άλλη παραλλαγή είναι με πιέτες διάφορες κορδέλες δέρματος που τοποθετούνται γύρω από το υπόδημα για στολίδι και πολλά άλλα.
Η ζώνη που είναι υφαντή από λεπτό μαλλί ή καθαρό μετάξι, έχει χρώμα μπλε ή κόκκινο, το μήκος της είναι περίπου 8 μ. και το πλάτος της 50εκ.
Ταυτόχρονα με την ζώνη περνάει σε αυτή και το μαχαίρι με μαύρη λαβή (μαυρομάνικο) ή ανοιχτόχρωμη, που η μορφή της σε σχήμα V είναι μοναδική σε όλο τον κόσμο. Η θήκη του, από ακριβό, συνήθως μέταλλο (ασήμι), είναι διακοσμημένη με πλούσια ανάγλυφα σχέδια. Στα χρόνια της Βενετοκρατίας λεγόταν «μπουνιάλο» ή πουνιάλο επί Τουρκοκρατίας λεγόταν πασαλής. Για περισσότερες πληροφορίες μπορούμε να διαβάσουμε το άρθρο «Το Κρητικό Μαχαίρι»
Στη συνέχεια κρεμιέται από το λαιμό η καδένα μοναδικό κόσμημα της φορεσιάς, που στο τελείωμα της συνδέεται το ρολόι το οποίο μπαίνει στο τσεπάκι του γελέκου.
Το παραδοσιακό κεφαλοκάλυμμα της φορεσιάς είναι το κόκκινο σπαστό φεσάκι με τη μαύρη φούντα ή το «σαρίκι» με την μορφή της μεγάλης μαντήλας. Μέχρι την εποχή του Μεσοπολέμου οι Κρητικοί φορούσαν κυρίως το σπαστό κόκκινο φεσάκι με τη μακριά φούντα, το οποίο, να τονίσουμε ότι, δεν έχει καμιά σχέση με το κωνοειδές φέσι των Τούρκων. Παράλληλα φορούσαν και το μεγάλο μαντήλι, που πριν πάρει το τούρκικο όνομα «σαρίκι» λεγόταν «πέτσα». Είδος «πέτσας» φορούσαν οι Κρητικοί από τα τέλη του 15ου αιώνα. Την τύλιγαν στο κεφάλι τους και άφηναν τις άκρες να πέφτουν στους ώμους, εμπρός και πίσω. Πιο παλιά την «πέτσα» τύλιγαν στο λαιμό, είχε φαρδύτερες άκρες, που έπεφταν στους ώμους και την έλεγαν «στόλα».
Η «πέτσα» ονομαζόταν και «τζεβρές» , όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κρήτη. Το σαρίκι (μαντήλα), παλαιότερα, ήταν ένα μακρόστενο μεταξωτό πολύχρωμο μαντήλι, το περίφημο» «λαχουρί» με το οποίο αρκετοί Κρήτες τύλιγαν το σπαστό κόκκινο φεσάκι τους. Οι σημαντικότεροι αγωνιστές των Κρητικών Επαναστάσεων, από όλη την Κρήτη, φορούσαν το σπαστό φεσάκι με τη μακριά φούντα. Και είναι σίγουρο ότι αυτοί δεν θα έβαζαν στο κεφάλι τους κάτι τούρκικο, κάτι που δεν θα ήταν σύμφωνο με τη μακραίωνη παράδοση του τόπου μας.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το σύγχρονο πλεχτό μεταξωτό μαύρο σαρίκι, που θεωρείται στις μέρες μας το παραδοσιακό κεφαλοκάλυμμα του Κρητικού, με τα πυκνά κρόσσια που μοιάζουν με δάκρυα, έκανε την εμφάνισή του το δεύτερο τέταρτο του 20ου αιώνα στην κεντρική Κρήτη. Λέγεται πως έχει πολλά κρόσσια για να δείξει τα πολλά χρόνια της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη και συμβολίζουν, με το σχήμα τους, τη θλίψη και το θρήνο που προκάλεσε το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου στα 1866.
Η ένδυση ολοκληρώνεται με το μεϊτάνι που μπαίνει πάνω από το γελέκι. Είναι ρούχο με μανίκια, μεσάτο και τελείως ανοιχτό μπροστά. Είναι φτιαγμένο από ύφασμα ίδια ποιότητας και χρώματος με το γελέκι και τη βράκα και κοσμείται με χάρτζα μαύρου χρώματος σε διάφορα σημεία του.
Τις κρύες μέρες ο Κρητικός φοράει αναρριχτό (όχι από τα μανίκια) το καπότο. Αυτό είναι μια κοντή κάπα με κουκούλα φτιαγμένη από το ίδιο τσόχινο ύφασμα όπως και τα υπόλοιπα ρούχα. Έχει και αυτό πλούσια κεντήματα στους ώμους, τους αγκώνες στην πλάτη και στα δυο πέτα, ενώ εσωτερικά είναι επενδυμένο με κόκκινη τσόχα που και σε αυτή την πλευρά υπάρχουν εντυπωσιακά κεντήματα. Αυτά σχετικά με την ανδρική φορεσιά.
Χαρακτηριστικά
- ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΚΟΥΚΛΕΣ
- Κόσμημα χρυσού χρώματος
Μπλε μάτι
Ρούχα χειροποίητα
Υφασμάτινο αφρώδες σώμα
Μπορεί επίσης να σας αρέσουν