Χειροποίητο κομπολόι
Χειροποίητο κομπολόι
Το κομπολόι αποτελεί αντικείμενο αξεσουάρ της Ελληνικής και Κυπριακής κουλτούρας, που είναι φτιαγμένο από χάντρες από κόκκαλο, κεχριμπάρι, ασήμι, γυαλί, ξύλο κ.λπ., τρυπημένες στο κέντρο και περασμένες σε νήμα του οποίου οι άκρες ενώνονται με κόμπο, και οι οποίες μετατοπίζονται αργά αργά η μία μετά την άλλη με τη βοήθεια των δακτύλων, ή περιστρέφεται όλο πέριξ των δακτύλων ως απασχόληση. Εκτός από νήμα, οι χάντρες μπορεί να ενώνονται με αλυσίδα, δέρμα, κ.λπ. Αποκαλείται επίσης, στην μάγκικη διάλεκτο, και μπεγλέρι αν και με αυτήν την ονομασία είναι γνωστό και ένα άλλο διαφορετικό, αλλά παρόμοιο αντικείμενο.
Το ελληνικό κομπολόι μοιάζει με τα προσευχητάρια που χρησιμοποιούνται σε διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις (ρωμαιοκαθολικό ροζάριο, μουσουλμανικό τασμπίχ, ορθόδοξο κομποσκοίνι) και μάλλον εξελίχθηκε από το κομποσκοίνι, αλλά είναι μοναδικό με την έννοια ότι δεν έχει καμία θρησκευτική ή τελετουργική σημασία. Χρησιμοποιείται για χαλάρωση, μεράκι, ως σύμβολο κοινωνικού κύρους, ως αγχολυτικό, ακόμη και ως μέσο περιορισμού του καπνίσματος. Ονομάζεται συχνά και εύχαντρο. Η λέξη υποδηλώνει τη διαδικασία εκκοσμίκευσης του κομπολογιού από εργαλείο προσευχής με στόχο τον εξαγνισμό του νου σε αντικείμενο ευχαρίστησης.[1]
Το κομπολόι μαρτυρείται για πρώτη φορά σε εικόνα σε σπάνια φωτογραφία που χρονολογείται περί το 1840 στην Κάρυστο και παρουσιάζει έναν τοπικό άρχοντα με παραδοσιακή ενδυμασία να υποδέχεται τον Όθωνα, κρατώντας στα χέρια ένα κομπολόι.[2]
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης και ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν από τους πιο γνωστούς κατόχους κομπολογιού τον 20ο αιώνα.
Η πρώτη καταγραφή στη χρήση χαντρών είναι από τους Κινέζους, οι οποίοι κατασκεύασαν τον Άβακα, ενώ αργότερα οδηγήθηκαν στην κατασκευή του προσευχηταριού.
Πάραυτα, η πρώτη ουσιαστική εμφάνιση στη χρήση του προσευχηταριού εντοπίζεται στην αρχαία Ινδία, περίπου στο 500 π.Χ. Τα πρώτα προσευχητάρια αποτελούνταν από κουκούτσια καρπών δέντρων τα οποία τα τρυπούσαν και τα έδεναν με ένα κορδόνι. Το προσευχητάρι αυτό το ονόμαζαν "Mala" και αποτελούνταν από 108 χάντρες. Αργότερα και με την εμφάνιση του Βουδισμού στην Ινδία, η χρήση του προσευχηταριού περνά στα χέρια των Βουδιστών.
Στο Ισλάμ το προσευχητάρι έκανε την εμφάνιση μετά από πολλά χρόνια και πιθανολογείται ότι προήλθε από τους Βουδιστές. Το μουσουλμανικό προσευχητάρι έχει 99 χάντρες, όσες και οι ιδιότητες του Αλλάχ, οι οποίες ήταν διαιρεμένες σε 3 τμήματα από 33 χάντρες. Η εκατοστή χάντρα που ονομαζόταν "Βεζίρης" (παπάς) αντιπροσώπευε τη συμπλήρωση ενός κύκλου προσευχών.
Οι καθολικοί χρησιμοποιούσαν τα ροζάρια, όπου "Ροζάριο" σημαίνει κήπος των ρόδων. Κατά το Μεσαίωνα οι κήποι των ρόδων χρησιμοποιούνταν ως χώροι προσευχής.
Στην Ελλάδα οι Ορθόδοξοι μοναχοί του Αγίου Όρους κατασκεύαζαν κομποσκοίνια με μάλλινους κόμπους, οι οποίοι δένονταν με σειρά. Αυτή η σειρά των κόμπων βοηθούσε τους μοναχούς να μετρούν τις προσευχές τους και γι αυτό κάποιο μοναχοί του έδωσαν το όνομα χειροποίητο κομπολόι. Η λέξη "κομπολόι" προέρχεται από τον κόμπο και την κατάληξη "όι" όπου κόμπος είναι το δέσιμο ενώ η κατάληξη "όι" σημαίνει σειρά σε μήκος όμοιων πραγμάτων.
Το κομπολόι στην Ελλάδα ιστορικά υπήρξε από τη μία σύμβολο γοήτρου και εξουσίας των προυχόντων, και από την άλλη αξεσουάρ των ανθρώπων του υποκόσμου, των ρεμπέτηδων και των χασικλήδων. Χειροποίητο κομπολόι κρατούσαν όσο οι μάγκες του υποκόσμου, τόσο και ο Αρχηγός της Χωροφυλακής.
Οι άρχοντες και οι πρόκριτοι κρατούσαν μεγάλο και βαρύ κομπολόι με χάντρες από κεχριμπάρι που είχε απαραίτητα και πλούσια μεταξένια φούντα για να χαϊδεύουν. Με το πέρασμα των χρόνων εμφανίζονται στην Ελλάδα οι μάγκες, οι νταήδες, οι κουτσαβάκηδες, οι χασικλήδες, οι λούμπεν και οι ρεμπέτες, ομάδες κοινωνικά ανένταχτες και απροσάρμοστες για την τότε υψηλή κοινωνία. Κάθε τάξη έχει την τάση να ανταγωνίζεται, να προβάλλεται και να διαφοροποιείται από τις άλλες. Ένας τρόπος είναι και η δημιουργία δικών της συμβόλων. Έτσι, οι μάγκες στριφογυρνούσαν χειροποίητο κομπολόι από ευτελή υλικά και βροντοχτυπούσαν τις χάντρες για να δηλώσουν την παρουσία τους, ενοχλώντας επίτηδες τους ανθρώπους γύρω τους. Αφαίρεσαν και την φούντα διότι δεν βόλευε στο στριφογύρισμα και στο βροντοχτύπημα των χαντρών. Οι οικονομικά ασθενέστεροι έκαναν το ίδιο, διότι η μεταξένια φούντα κόστιζε.
Χειροποίητο
Χειροποίητο κομπολόι